- συνεκλάμπω
- συν-εκ-λάμπω, mit od. zugleich heraus- od. hervorleuchten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συνεκλάμπω — ΜΑ αστράφτω, ακτινοβολώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλάμπω «αστράφτω, ακτινοβολώ»] … Dictionary of Greek
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek